Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 18ο ΩΣ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

                                                                                                              του Φωτη Βρακα
ΜΕΡΟΣ Β'






Διάφορες ασχολίες
Η Ξυλεία / Υλοτομία

Επίσης μεγάλο εμπόριο κατά τον 18ο αιώνα έκανε όλη η περιοχή με την ξυλεία. Για τα πυκνά δάση της περιοχής κάνουν αναφορά σχεδόν όλοι οι περιηγητές καθώς και τα αρχεία της Βενετίας και του γαλλικού προξενείου.


Από τα αρχεία της Βενετίας και στην αναφορά που κάνει ο Λευτέρης Βέτσιος σε αυτά για την οικονομική και διπλωματική παρουσία των Βενετών στην Άρτα μαθαίνουμε ότι οι Βενετσιάνοι θέλανε να αγοράσουν την περιοχή αυτή μόνο και μόνο για την ξυλεία. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε πώς ένα μέρος των τότε κατοίκων της περιοχής ασχολούνταν μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα και αργότερα με την υλοτομία. Τα πυκνά δάση της περιοχής τα αναφέρει και ο Χιούζ.


Η Κτηνοτροφία


Με εξαίρεση τον Καντζά που σχεδόν είχε πάντα μόνιμους κάτοικους και αναπτυγμένη κτηνοτροφία σε αιγοπρόβατα μιας και η τοποθεσία του ευνοούσε κάτι τέτοιο οι μόνιμοι κάτοικοι στα τσιφλίκια του Ιμάμ τσαούς, Πέτρας και Στρογγυλής πέρα από μερικά ζώα που είχαν στα σπίτια τους ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία.
Στους συγκεκριμένους οικισμούς εκτρέφονταν οι νεροβούβαλοι, πράγμα που όπως δηλώνουν οι ιστορικοί στην περιοχή των Ρωγών έχει μια παράδοση απο την αρχαιότητα ακόμη. Μετά έρχονταν τα αιγοπρόβατα. Άλλη μια οικολογική εκτροφή, πρωτοπόρα για τον καιρό εκείνο, ήταν η εκτροφή των χοίρων, στην οποία πρωτοστάτησαν οι “κολίγοι”΄αγρότες του οικισμου της Βίγλας, όπως μας αναφέρει ο Προσωεβραίος πράκτορας Μπερτόλτνυ. Οι χοίροι αφήνονταν ελεύθεροι στο βάλτο και μεγάλωναν σαν αγριόχοιροι. Για να πιάσουν μετά αυτούς τους χοίρους (γρούνια κατά το τοπικό ιδίωμα) έπρεπε να τους σκοτώσουν με βόλια. Από κάποιους ηλικιωμένους στον Άγιο Σπυρίδωνα (Ιμάμ Τσαούς) στην δεκαετία του 1990 είχα ακούσει, ότι τους πρόλαβαν αυτούς τους χοίρους μέχρι πρίν τον πόλεμο. Το ίδιο μου διηγήθηκε κάποιος Δημουλιάς απο την Στρογγυλή.



 Απο την εκτροφή των βουβαλιών υπάρχει σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία εμπόριο δερμάτων στην ευρύτερη περιοχή. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι στους συγκεκριμένους αιώνες τα βουβάλια αυτά δεν ανήκαν στους κατά οικισμούς αγρότες αλλά στους

ιδιοκτήτες τσιφλικάδες. Απο τα αρχεία του γαλλικού προξενείου της Άρτας έχουμε την πληροφορία ότι στα 1800 έγιναν στην Άρτα (θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για εξαγωγές απο τις Σκάλες/λιμάνα Σαλαώρας και Κόπραινας) εμπόριο 4000 δερμάτων βουβαλιών απο τον Κάμπο της Αρτας με τιμή 20 πιάστρα το καθένα. Βέβαια η ποσότητα αυτή ειναι γενική και δεν γνωρίζουμε από πού προέρχονται όλα αυτά τα δέρματα. Σίγουρα ένα μέρος θα ήταν και από την παραπάνω περιοχή. Το τι ακριβώς γίνονταν με το κρέας των βουβαλιών τα λεγόμενα σφαχτά δεν έχω πληροφορίες ή μάλλον δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Σίγουρα κάποιο μέρος θα γίνονταν παστό και θα πήγαινε για εξαγωγή και κάποιο άλλο μέρος θα πουλιώνταν στην ενδοχώρα καθώς και ένα μέρος θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των στρατευμάτων.
  Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και απο την Πλευρά του Καντζά πρός τον Λούρο πέρα απο τα αιγοπρόβατα υπήρχε και εκει εκτροφή βουβαλιών. 







Γεωργικές ασχολίες

Πρίν αναφερθώ στις γεωργικές καλλιέργειες καλό θα ήταν να γνωρίζουμε το καθεστώς της γής αυτής της συγκεκριμένης περιόδου μέχρι το τέλος του Αλή πασά. Ανατολικά του Λούρου τα γης κατατάσσονταν στην κατηγορία “ χ ά σ ι “ (has) ενω δυτικά του Λούρου πρός την Λάμαρη κατατάσσονταν στην κατηγορία “ ζ ι α μ έ τ ι α “ (ziamet). Για τους αγρότες / κολίγους δεν είχε διαφορά απλώς το καθεστώς ήταν περισσότερο νομικό. Δηλ. Η πρώτη κατηγορία μπορούσε να ανήκει στην σουλτανική οικογένεια, όπως πραγματικά άνηκε στην βαλιδέ χανέμ (σουλτανομήτωρ), και να νοικιάζονταν σε πἀρα πολύ υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Η δεύτερη κατηγορία άνηκε σε τιμαριούχους και μετα Μπέηδες μέχρι που ο Αλή πασάς τα πήρε όλα. Μετά το 1822 άλλαξε το σύστημα. Η γής δόθηκε και πάλι σε διάφορους μπέηδες ή πέρασε στην κατηγορία των Μουατζελίων.

Η συγκεκριμένη περιοχή είχε να προσφέρει πολλά στην γεωργική (αγροτική) οικονομία. Σιτάρι, καλαμπόκι, Κριθάρι, βρώμη, Καλαμπόκη, ρύζι, ελιές, κτηνοτροφία, αλιεία κτλ.

Γι΄ αυτά που σήμερα αρκούν μόνο λίγες ώρες να γίνουν τους καιρούς εκείνους απαιτούσαν μόχθο , ιδρώτα και πολλά χέρια. Μια κοινή παραγωγή είχαν όλοι αυτοί οι οικισμοί. Την καλλιέργεια σιτηρών και του καλαμποκιού. Πέρα απο αυτές τις καλλιέργειες στην Στρογγυλή και στον Καντζά υπήρχαν οι ελιές ενώ στο Ιμάμ Τσαούς υπήρχε καλλιέργεια φουντουκιού. Θα αναφερθώ στην Καλλιέργεια του σιταριού και των φουντουκιών. Για την αγροτική ζωή που επικρατούσε τότε στον ελλαδικό χώρο ο γερμανός Χέρμαν Βάΐς; είχε πεί: Από βιοτικής άποψις οι πληθυσμοί στα τσιφλίκια και ειδικά στην Ήπειρο ζούσαν υπο κτηνώδες συνθήκες.



Ας δούμε όμως την καλλιέργεια του σιταριού.

Από το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες βροχές τα λεγόμενα ως και σήμερα πρωτοβρόχια. Αν και ο τόπος σε αυτά τα χωριά διέθετε αρκετό νερό όμως οι βροχές κάνανε το χώμα μαλακό. Στις 14 Σεπτεμβρίου ,σύμφωνα με πληροφορίες που είχα συλλέξει πιο παλιά, οι κάτοικοι των χωριών πήγαιναν σπόρο στην εκκλησία όπου τον ευλογούσε ο παπάς και κατόπιν τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο, έτσι πίστευαν ότι θα έχουν καλή συγκομιδή , σοδειά στην γλώσσα τους. Είναι γνωστό, ότι στην περίοδο του Αλή πασά τέτοιες δοξασίες είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση. Από τα πρωτοβρόχια και μετά, όταν το χώμα είχε μαλακώσει άρχιζε το όργωμα.



 Με δύο βόδια η δύο άλογα στα όποια έδεναν ένα ξύλινο αλέτρι άρχιζε το όργωμα. Πολλές φορές οικογένειες που είχαν μόνο ένα ζώο βρίσκονταν μαζί με άλλες οικογένειες που επίσης είχαν ένα ζώο και αλληλοβοηθούνταν. Μετά το όργωμα άρχιζε η σπορά. Οι οικογένειες κουβαλούσαν τον σπόρο σε δισάκια ή τρουβάδες και έτσι άρχιζαν να τον σπέρνουν. Εφόσον σκέπαζαν τον χώμα ένας κορμός δέντρου με κλαριά και φύλλα δένονταν στα ζώα και άρχιζε το σβάρνισμα. Ο καιρός περνούσε με διάφορες ασχολίες και φθάνανε λοιπόν στον καιρό του θέρους. Στο θέρο βασικό εργαλείο όλων το δρεπάνι. Απο νωρίς ξεκινούσαν οι οικογένειες για τα χωράφια. Γυναίκες με μικρά παιδιά τα παίρναν μαζί τους τους έφτιαχναν έναν ίσκιο και άρχιζαν την δουλειά. Στην αρχή φτιάχναν μικρά δέματα και σιγά σιγά τα συγκέντρωναν και έφτιαχναν μεγαλύτερα τα λεγόμενα δεμάτια η θημωνιές. Τα μεσημέρια σταματούσαν για διάλειμμα. Στους τορβάδες είχαν κανένα αυγό, λίγο ψωμί, ελιές, κρεμμύδια και σκόρδα. Εχω ακουστά ότι πολλοί άλειφαν τα πόδια τους με σκόρδο προκειμένου να προφυλάσσονται απο τα φίδια. Η προστασία από τον καυτό ήλιο ήταν μαντήλια και μακριά φορέματα για τις γυναίκες, Τουρμπάνια, καπέλα και μακριές πουκαμίσες για τους άνδρες. Φοβούμενοι τις αλλαγές του καιρού βιάζονταν να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα με τον θερισμό. Γι΄αυτό κάθε χέρι που μπορούσε να κάνει κάτι απο μικρό μέχρι γέρο έπρεπε να είναι παρών.




 Εφόσον τελείωναν φόρτωναν τότε τα δέματα πάνω στις άμαξες, ως επι τω πλείστων βοϊδάμαξες ,και μετέφεραν τα δέματα στο αλώνι. Παρέλειψα να αναφέρω, ότι ο θερισμός γίνονταν τον Ιούνιο και το αλώνισμα τον Ιούλιο. Άλλωστε μέχρι τις μέρες μας έφτασαν οι ονομασίες των μηνών αυτών σαν θερτής και αλωνάρης (πιο σωστά, αλωνάρς).  Με βασικό εργαλείο το δικριάνι άρχιζε το λίχνισμα. Βούταγαν το δικριάνι στο δέμα και πετούσαν τα στάχυα στον αέρα. Ο αέρας ξεχώριζε τα άχυρα απο το σιτάρι. Μετά έπαιρναν το κόσκινο και άρχιζε το κοσκίνισμα μέχρι που απελευθερώνονταν ο καρπός απο διάφορα άλλα αντικείμενα. Κατόπιν τούτου μάζευαν το σιτάρι σε τσουβάλια ή καρότσες και το μετέφεραν στα κοτσέκια.  Στον Ρουμπά υπήρχε και και πετραλώνι που η διαδικασία του αλωνίσματος ήταν λίγο διαφορετική. Το πετραλώνι ήταν ένας κυκλικός χώρος όπου απλώνονταν τα δέματα με τα στάχυα. Κατόπιν τούτου έδεναν στα ζώα ενα εργαλείο που το έχω βρει με την λέξη ντουκάνι (σλαβική ή τουρκική) το οποίο πατούσε τα στάχυα μέχρι που έβγαινε ο καρπός. Τα άχυρα τα μάζευμαν και τα χρησιμοποιούσαν για τροφή για τα ζώα.




 Οι κεχαγιάδες και οι προεστοί φρόντιζαν να φτάσει το σιτάρι στους μύλους ή στο εμπόριο. Όταν κατά τον 18ο αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία απαγόρευσε την εξαγωγή του σιταριού στην συγκεκριμένη περιοχή άνθισε το λαθρεμπόριο με καΐκια από τα Εφτάνησα που ανέβαιναν τον Λούρο και στην ζούλα αγόραζαν σιτάρι. Θέλω να πιστεύω ότι οι εφτανήσιοι εργάτες που έρχονταν εδώ έπαιξαν και ένα ρόλο μεσάζοντα.

Σήμερα τα βλέπουμε λίγο ρομαντικά όλα αλλά για το κόσμο τις εποχής εκείνης ήταν πολύ δύσκολα. Οσον αφορά τον σπόρο για την καλλιέργεια και τα εργαλεία άλλα τα διέθεταν οι τσιφλικάδες και άλλα τα προμήθευαν οι αγρότες μόνοι τους. Ξύλινα εργαλεία τα έφτιαχναν και μόνοι τους



Το Ψάρεμα

    Μια άλλη απασχόληση των χωρικών αυτών των χωριών ήταν το ψάρεμα. Οι λιμνοθάλασσες και ο ποταμός Λούρος είχαν αρκετό πλούτο να προσφέρουν. Το ψάρεμα κατ΄ εξοχήν ανδρική απασχόληση εξασφάλιζε φαγητό αλλά και άλλα έσοδα.

Το ψάρεμα στις λιμνοθάλασσες και στον βάλτο γίνονταν με τα λεγόμενα πριάρια η μονόξυλα. Ήταν όμως κατάλληλα και για τον Λούρο. Μπορούσαν άνετα να μεταφέρουν μέχρι και 3 άτομα αν και δεν χρειαζότανε και ήταν εύκολο να το τραβήξεις στην στεριά ακόμη και να το κρύψεις ακόμη 2 άτομα θα μπορούσαν να το μεταφέρουν όπου θέλανε. Η κατασκευή του ήταν τέτοια ώστε μπορούσε να χωρέσει άνετα την ψαριά καθώς και να μεταφέρει και πιθανά θηράματα. Πλεούμενοι λοιπόν με αυτά τα πριάρια μπορούσαν οι χωρικοί να στήνουν στον βάλτο ή στον Λούρο τους βαλκούς και τα παραγάδια ενώ στη λιμνοθάλασσα λαθραία άπλωναν δίχτυα.



Για τα πριάρια της εποχής αυτής από περιηγητές της εποχής έχουμε την ακόλουθες περιγραφές:

Τα πλοιάρια αυτά κατασκευάζονται από τον κορμό ενός δένδρου γι΄ αυτό και τα ονομάζουν μονόξυλα είναι συνήθως 10 με 15 πόδια στο μάκρος, 2 πόδια πλάτος και 2,5 πόδια ύψος. Μάλλον δεν πρέπει να ήταν άγνωστα στην αρχαιότητα”

O Bartholdy τα περιγράφει ως εξής:

τα μονόξυλα, που συχνά δεν είναι τίποτ' άλλο από ένας κορμός δέντρου, βαθουλωμένος, και τόσο ελαφρά, που αναποδογυρίζουν με το παραμικρό. Αντί να χρησιμοποιούν κουπιά, τα κατευθύνουν μ' ένα κοντόξυλο”.

Οι ψαριές παλαιότερα ήταν πάρα πολύ πιο πλούσιες απ΄ ότι σήμερα. Οι βαλκοί συνήθως ήταν γεμάτοι με χέλια, κέφαλους, τα δίχτυα και τα παραγάδια απο τον βάλτο και τον Λούρο έφερναν Δροσίνες ,κυπρίνους (αν και στην ευρύτερη περιοχή ο κυπρίνος δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση) καθώς και μουστακάτα. Παράδεισος επίσης για κυνηγούς και ψαράδες ήταν η λεγόμενη λίμνη της Πέτρας. Αν και βασικά ήταν τμήμα του βάλτου παρόλα αυτά θεωρούνταν ξεχωριστό τμήμα. Απο του κατοίκους της περιοχής αυτοί που ασχολούνταν περισσότερο με το Ψάρεμα ήταν οι Στρυγγυλιώτες (στρογγλιώτες κατά το τοπικό ιδίωμα) μετά οι Πετριώτες και λιγώτερο οι Καντζιώτες και οι Μαμτσαουσιώτες. Έτσι λοιπόν οι χωρικοί των παραπάνω οικισμών στην συγκεκριμένη εποχή ήτανε και αγρότες, και ψαράδες και κυνηγοί και ότι άλλο θα μπορούσε αρκεί να εξασφάλιζαν τα προς το ζείν. Βασικά το μονοπώλιο αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι, το είχαν οι κάτοικοι του οικισμού της Στρογγυλής καθότι η γεωγραφική τους θέση το επέτρεπε καλύτερα, ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό και λιγότερο με χωράφια καθώς και σαν φύλακες στα Διβάρια (γβιάρια). Η λιμνοθάλασσα και τα Διβάρια αποτελούσαν ένα πρόβλημα για τους αγρότες των παρακάτω οικισμών, καθότι αυτά η λιμνοθάλασσα και τα Διβάρια ήταν νοικιασμένα δηλ. ιδιωτικά. Για το συγκεκριμένο θέμα δίνει μια καλή περιγραφή ο Πρωσοεβραίος Μπαρτόλντυ όπως και ο Ελευθέριος Βέτσιος στο βιβλίο του “η οικονομική και διπλωματική παρουσία των Βενετών στην περιοχή της Άρτας”. Έτσι στην λιμνοθάλασσα μπαίνοντας, όπου ο θαλασσινός πλούτος ήταν άφθονος, οι αγρότες χωρικοί ρισκάρανε αρκετά. Οι αψιμαχίες με τους φύλακες δεν έλειπαν. Ακόμη και οι τιμωρίες. Διάβαζα κάποτε, ότι στα 1835 συνελήφθηκαν 2 Καντζιώτες και ένας Πετριώτης από τους στρογγυλιώτες φύλακες και μεταφέρθηκαν στις φυλακές στην Πρέβεζα γιατί δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν το πρόστιμο. Ένα άλλο πλήγμα που δέχονταν οι αγρότες που ασχολούνταν με το ψάρεμα ήταν το κλέψιμο των παραγαδιών ή των βαλκών. Ένα πράγμα που έφτασε ως τις μέρες της δεκαετίας του 1950. Δηλ. Έστηνε κάποιος παραγάδι ή βαλκό και το βράδυ έρχονταν και τον έπαιρνε άλλος. Τέτοιες αψιμαχίες υπήρχαν μεταξύ ατόμων από το Ιμάμ Τσαούς η πετριώτες και Καντζιώτες. Στις περισσότερες φορές τα “θύματα” ήταν οι χωρικοί της Πέτρας, οι οποίοι εξ αιτίας της γεωγραφικής θέσεως του χωριού τους ήταν πολύ πιο εύκολο να στήσουν παραγάδια ή βαλκούς.

Μερικές γυναικείες ασχολείες

Το κουβάλημα του νερού

Στις μέρες μας η παροχή νερού σε κάθε σπίτι είναι κάτι το φυσικό. Σαν παιδί ακόμη έζησα ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Τρεις θέσεις θυμάμαι απ΄ όπου τα σπίτα εφοδιάζονταν νερό. Την κεντρική βρύση στο χωριό, το πηγάδι στον πλάτανο στο κλούρ και την πηγή στο ποτάμι (σημ. Νέα Κερασούντα).

Η βρύση ήταν κάπως πιο “μοντέρνα έκδοση”. Το πηγάδι ήταν αυτό που εφοδίαζε τα σπίτια αν και υπήρχαν και σπίτια (λιγοστά βέβαια) σε όλα τα προαναφερόμενα χωριά με δικά τους πηγάδια. ¨ετσι έχω μάθει, ότι στην Στρογγυλή εφοδιάζονταν το νερό κοντά από την τοποθεσία στο Ποδαρούλι, όπου υπήρχε πολύ καλό και δροσερό νερό, στην Πέτρα υπήρχε επίσης ένα κεντρικό πηγάδι, ο Ρουμπάς εφοδιάζονταν με νερό από τον Λούρο και ο Καντζάς είχε πετρόκτιστη βρύση και πηγάδι συν ότι υπήρχαν σπίτια με πηγάδια. Ας δούμε όμως πως συνδέεται το νερό με την γυναίκα της εποχής αυτής. 



Η γυναίκα ήταν αυτή που θα πήγαινε στη βρύση ή πηγάδι ή πηγή να γεμίσει την βαρέλα για να υπάρχει στο σπίτι φρέσκο νερό. Αρκετές φορές έπρεπε να πάει μια και δύο φορές γιατί το νερό έπρεπε να φτάνει και για τα ζώα, τα ποτιστικά στον κήπο και για τους ανθρώπους. Ήταν κουραστική δουλειά που έπρεπε να γίνει και για την οποία δεν γνωρίζω ακριβώς αν για τούς άνδρες ήταν ντροπή ή ήταν απασχολημένοι με άλλες δουλειές που δεν μπορούσαν να γίνουν από γυναίκες ή παιδιά. Στο κουβάλημα του νερού πολλές φορές βοηθούσαν και τα παιδιά. Αφού η γυναίκα γέμιζε την βαρέλα την έδενε με σχοινιά στον ώμο και την μετέφερε σπίτι. Αν χρειάζονταν το σπιτικό πάνω απο μια βαρέλα νερό, τότε η μεταφορά ή θα έπρεπε να γίνει και από άλλο άτομο της οικογένειας η θα έπρεπε νε βρεθεί κάποιο άλογο η γαϊδούρι και επειδή δεν είχαν όλοι υπήρχε και κάποια αλληλεγγύη.

Το γέμισμα της βαρέλας είχε και κοινωνικό χαρακτήρα.

Ήταν τόπος συνάντησης γυναικών και τόπος όπου πολλές φορές οι άνδρες ρίχνανε τα βλέμματα σε κάποια κοπέλα καθώς και οι νεαρές κοπέλες ρίχνανε τα βλέμματα σε κάποιον νέο. Αυτό το βλέπουμε και στην δημοτική μας παράδοση μέσα από το τραγούδι “η στάμνα”

Με πειράξανε στον δρόμο

πάει η στάμνα από τον ώμο

η βαρέλα ήταν βαριά

μου την ρίξαν τα παιδια”

Για τις γυναίκες γενικά ήταν μια έξοδος από το σπίτι και ανταλλαγή σκέψεων, συνταγών, βοήθειας κτλ. Για λίγο φρέσκο πόσιμο νερό αρκούσε πολλές φορές να πεταχτούνε οι γυναίκες με μια στάμνα ή ένα τσουκάλι μέχρι τη βρύση ή το πηγάδι.

Σήμερα περιγελούμε την τότε κατάσταση με την κλασική φράση: Η γυναίκα με τα πόδια και φορτωμένη την βαρέλα και ο άνδρας στον Γάϊδαρο καβάλα.







Τα ξύλα

„Πάμε στο λόγγο μωρ Λένη για ξύλα” λέει ένα παραδοσιακό μας τραγούδι στην Ήπειρο.

Ολόκληρη η περιοχή γύρω από τους Ρωγούς και τα Λιοβούνια (Ηλιοβουνια), το Μαυροβούνι (επίσης ονομαζόμενο και Μικροβούνι ), απο την είσοδο του Καντζά (Κάντζα) ως την Λάκκα είχε τόσο άφθονη ξυλεία που δεν αποτέλεσε ποτέ θέμα για τους χωρικούς των παρακείμενων χωριών πως θα ανάψουν την εστίες τους. Όπως είδαμε παραπάνω Το εμπόριο της ξυλείας στην περιοχή αυτή ήταν αρκετά μεγάλο. Βενετοί, Γάλλοι, οι ταρσανάδες (ναυπηγεία)της Πρέβεζας κτλ. Όλοι προμηθεύονταν την ξυλεία τους από την συγκεκριμένη περιοχή. Παρόλα αυτά , τα κλαδιά και ότι άλλο μικρό ξύλο υπήρχε αυτό βρίσκονταν στην ελεύθερη διάθεση του κοσμάκη. Έτσι λοιπόν οι γυναίκες μαζεύονταν σε ομάδες και πήγαιναν στα παρακείμενα δάση και παρακείμενους λόγγους για να κουβαλήσουν ξύλα. Πιο παλιά ειδικά οι γυναίκες απο το Ιμάμ Τσαούς και τον Καντζά που έβγαιναν στα Λιοβούνια ή στο άνοιγμα της Λακκοπούλας βρίσκονταν υπό συνοδεία κάποιου άντρα καθότι η Ληστεία σε αυτό το μέρος ήταν αρκετά αναπτυγμένη.  Οι Στρογγυλιώτες και Πετριώτες μάζευαν τα ξύλα τους στο Μαυροβούνι και τον βάλτο.



 Ο Ρουμπάς είχε δικό του Λόγγο και τον βάλτο και όπως προανάφερα οι Καντζιώτες βγαίναν προς τα Λιοβούνια και στην Βαλαώρα ενώ το Ιμάμ Τσαούς περιτριγυρισμένο από δάση (είχε τα φουντουκόδασα του, τον Ρουμπά , τον Βάλτο ο οποίος πέρα απο το έλος είχε άφθονη βλάστηση ) αλλά τα καλά τα ξύλα έρχονταν από τα Λιοβούνια. Έτσι λοιπόν οι γυναίκες ήταν αυτές που μάζευαν τα ξύλα και έφτιαχναν μια θυμωνιά την οποία φόρτωναν στην πλάτη τους και την μετέφεραν στα σπίτια, όπου θα έπρεπε να τα στεγάσουν σε στεγνό μέρος.





Το ζύμωμα και ψήσιμο του ψωμιού

Η σκάφη ήταν το βασικό εργαλείο για την γυναίκα που ήθελε να φτιάξει ψωμί. Ανάλογα πόσο μεγάλες ήταν οι οικογένειες οι γυναίκες ζύμωναν και έψηναν ψωμί ως και για μια εβδομάδα. Το αλεύρι σπάνια ήταν καθάριο δηλ. Σιταρένιο. Αν και ο τόπος αφθονούσε σε σιτάρι για τους φτωχούς αγρότες τις περιοχής τι σταρένιο/καθάριο ήταν μόνο σε μέρες γιορτινές στο τραπέζι. Το αλεύρι που χρησιμοποιούσαν ήταν μικτό. Από κριθάρι και βρώμη ήταν τα βασικά αλεύρια, πότε μικτά και πότε μικτά με καθάριο. Αργότερα όταν ήρθε το καλαμπόκι μπήκε στη ζωή των χωρικών και η μπομπότα ή κολούρα (κλούρα)! 



Ας δούμε όμως πώς ετοίμαζαν οι γυναίκες τα ψωμιά. Από νωρίς το βράδυ της προηγούμενης μέρας οι γυναίκες έπιαναν το προζύμι. Δηλ. Απο το προηγούμενο ψωμί είχαν κρατήσει στην άκρη ένα κομμάτι ζυμάρι το οποίο ανακάτευαν με νερό μέχρι που γίνονταν πηχτός χυλός. Τον χυλό αυτόν τον κουκούλωναν με μάλλινες κουβέρτες και νωρίς το πρωί ανακάτευαν αυτό το είδος μαγιάς με το το αλεύρι και το νερό και έφτιαχναν την νέα ζύμη. Κατόπιν τούτου σκέπαζαν την ζύμη πάλι με κουβέρτες και το άφηναν να φουσκώσει.


 Όταν ο φούρνος είχε πυρώσει για τα καλά, τότε εφόσον κρατούσαν στην άκρη λίγο ζυμάρι για το επόμενο ψωμί έφτιαχναν τα καρβέλια και τα φούρνιζαν.



Τα φαγητά


Το φαγητό ήταν απλό. 


Το πρωί ένα πιάτο γάλα τρίψα (γάλα με ψωμί)

Για τις εργασίες στο χωράφι έβαζαν στον τρουβά κανένα αυγό, κρεμμύδι, σκόρδο, τομάτα και αν υπήρχε και λίγο ψωμί. Αυτά συνοδεύονταν και με φρούτα. Για τα σπίτια  η φύση της περιοχής επέτρεπε όπως είπαμε πολλά. Ψάρια, αγριοπούλια, Λαχανικά, όσπρια  και ρύζι ήταν κλασικά γεύματα. H πλούσια χλωρίδα και πανίδα γέμιζε το τραπέζι της κυριακής.            Το βράδυ πάλι αρκούσε μια λίμπα με γάλα και ψωμί ή κουρκούτη. Παρ’ όλη τη φτώχεια τους όταν έφτανε ο καιρός των διαφόρων δοξασιών (Πάσχα, Χριστούγεννα κτλ. Θα βρισκόταν τρόπος να μαγειρέψουν το γουρούνι (γρούν κατά το τοπικό ιδίωμα) ή το αρνί.



Το πλύσιμο των ρούχων

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες αυτών των εποχών , πράγμα που έφτασε και λίγες δεκαετίες πιο πίσω μας, ήταν το πλύσιμο των ρούχων. 3 Βασικά όργανα είχε οι νοικοκυρά στο χέρι της για το πλύσιμο:

1.      Την σκάφη (σκαφίδα κατα το τοπικό ιδίωμα)

2.      Τον κόπανο

3.      Την αλισίβα (αλσίβα)

4.      Το καζάνι (καζάν)

Έβραζαν την στάχτη των καμένων ξύλων και κατά προτίμηση με βρόχινο νερό και παρασκεύαζαν έναν χυλό που αντικαθιστούσε το σαπούνι. Είχα ακουστά ότι κάποιοι γνώριζαν και την τέχνη να κατασκευάζουν σαπούνι από λάδι και συγκεκριμένα απο το κατακάθι του λαδιού, την μούργα. Έχω ακουστά ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνονταν αρχές φθινοπώρου. Οι γυναίκες κουβαλούσαν τα ρούχα φορτωμένες ή τα φόρτωναν σε κάποιο ζώο και πήγαιναν στα σημεία όπου υπήρχε τρεχούμενο νερό ,και δόξα το θεό όπως είπαμε η περιοχή είχε και έχει άφθονο.


 Εκεί άναβαν φωτιά και έβραζαν και αφού τα πλένανε με αλισίβα ή σαπούνι τα δίπλωναν και τα χτυπούσαν με τον κόπανο για να φύγει η βρώμα. Μετά τα άπλωναν σε θάμνους η κλαριά για να στεγνώσουν και αργότερα τα μάζευαν και γύριζαν σπίτι. Άλλες τα έπαιρναν μαζί και τα στέγνωναν στα σπίτια τους. Ανάλογα με τις δουλειές που είχαν να κάνουν. Τα πράγματα δυσκόλευαν τον χειμώνα αλλά οι γυναίκες είχαν πάντα μια λύση.







Οι ζωοκλοπές

Ένα άλλο φαινόμενο που βασάνιζε την περιοχή ήταν η ληστεία και οι ζωοκλοπές. Αρχικά μάστιζαν την περιοχή οι τουρκαλβανοί τσάμηδες, οι οποίοι μετέφεραν ολόκληρα κοπάδια. Ο πρώτος που τους έβαλε χέρι ήταν ο Αχμέτ Κούρτ πασάς βοεβόδας της Άρτας. Στην εποχή του Αλή πασά, μιας και ο ίδιος είχε καταφέρει με την βία να κάνει όλη την περιοχή κτήμα του και είχε βέβαια συμφέρον να καταπολεμήσει την ληστεία. Μετά την πτώση του Αλί η ληστεία και η ζωοκλοπή θα κρατήσει στην περιοχή μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου.

Η Μάστιγα της ζωοκλοπής θέρισε περισσότερο τον Καντζά ,που η θέση του χωριού ήταν πέρασμα για κλέφτες και στρατό, και λιγότερο τα άλλα χωριά.
 

Δεν είναι ότι έρχονταν οι ληστές από τα ορεινά και από την Τσαμουριά ο κόσμος της εποχής αλληλοκλέβονταν. Γουρουνάκια, πρόβατα, κότες κτλ. ήταν πάντα η λεία. Περίφημοι ζωοκλέφτες της περιοχής ήταν οι κοντοχωριανοί όλων μας οι Κρανιώτες. Λέγεται πώς ήταν οι πρώτοι στην περιοχή που πετάλωναν τα άλογα ανάποδα προκειμένου να σβήνουν τα ίχνη τους.

H ενδυμασία

Δυστυχώς η παραδοσιακή ενδυμασία της περιοχής έχει μείνει στην αφάνεια ή έχει λησμονηθεί εντελώς. Το νέο ελληνικό κράτος φρόντισε με τα σχολεία να σχηματίσουμε την γνώμη, ότι μόνο η φουστανέλα ήταν η παραδοσιακή μας ενδυμασία, κάτι που δεν είναι εντελώς απόλυτο. Ο τρόπος της ενδυμασίας έχει να κάνει με τους τρόπους της παράδοσης που η μιά γενιά άφηνε προφορικά ή και με τέχνη στην επόμενη γενιά. Ακόμη και τότε σε αντίθεση με την μόδα που εξελίσσονταν στις αστικές κοινωνίες στην συγκεκριμένη περιοχή όπως άλλωστε υπόλοιπη περιοχή η ενδυμασία για διάφορους λόγους παρέμεινε στάσιμη. Το γεωφυσικό περιβάλλον αλλά και η εργασίες ήταν τα δύο στοιχεία που καθόριζαν τον τρόπο της ενδυμασίας.

Ας δούμε όμως πως ήταν οι τοπικές ενδυμασίες εκείνους του καιρούς. Οι φορεσιές ήταν δύο. Μια γιορτινή και μια καθημερινή. Ας δούμε όμως πως ήταν αυτές οι φορεσιές. Οι καθημερινές ήταν απλές. Για τις εργασίες στα χωράφια επιβάλλονταν η φορεσιά να είναι άνετη να προστατεύει και από τον ήλιο αλλά και κάθε λογής παράσιτα. Γιαυτό προσφέρονταν το λινάρι. Σε αντίθεση με την καθημερινή τα γιορτινά ρούχα ήταν μάλλινα.

Η ενδυμασία αποτελούσε προϊόν της ντόπιας οικοτεχνίας.



 Πρόχειρα ρούχα ράβονταν σχεδόν από τις νοικοκυρές ενώ τα βαριά ρούχα τα έραβαν πλανόδιοι ραφτάδες, οι οποίοι με τον καιρό όσο μεγάλωναν οι οικισμοί γίνονταν μόνιμοι κάτοικοι. Όπως προανέφερα οι καθημερινές ενδυμασίες ήταν πολύ απλές φτιαγμένες από λινάρι, το οποίο μάλιστα εμπορεύονταν όλη η περιοχή στους παραπάνω αιώνες. Η ανδρική καθημερινή αποτελούνταν απο πουκαμίσα και βράκα μέχρι τα γόνατα την οποία συνόδευαν μέχρ τα γόνατα κάλτσες (τσουρέπια) και τα υποδήματα ήταν σγαρόνια κοινώς γουρνοτσάρουχα. Το κεφάλι σκεπάζονταν με ένα σκούφο από δέρμα βοδιού ή μαντήλια σαν τουρμπάνι όπως τα γνωρίζουμε από τους μωαμεθανούς η ψάθινα καπέλα, τα οποία προφανώς έφτασαν στην περιοχή απο τους Αγιομαυρίτες. Η επίσημη γιορτινή ενδυμασία την οποία λίγη είχαν στην κατοχή τους αποτελούνταν από μάλλινο παντελόνι την λεγόμενη μπουραζάνα ή τσιακτσίρα, βαμβακερό πουκάμισο και αμάνικο γιλέκο.  Αυτό που δεν έπρεπε να λείπει από την φορεσιά ήταν το ζωνάρι, το οποίο το συναντούμε σχεδόν σε όλη την Ήπειρο μαύρο αλλά και σε διάφορα χρώματα. Τα επίσημα παπούτσια ήταν τα τσαρούχια που όπως είναι γνωστό μέχρι τον 17ο αιώνα τα βρίσκουμε σε χρώμα κίτρινο αργότερα σε κόκκινο και μαύρο. 
                                          Ανδρες της περιοχης μας αρχες στα 1900

Η φουστανέλα στο εσωτερικό της Λάκκας και στα ορεινά για τους ντόπιους κατοίκους της συγκεκριμένης περιοχής αποτελούσε είδος πολυτελείας και σπάνιο. Προφανώς το κόστος αγοράς θα ήταν υψηλό αλλά δεν ήταν και πρακτική.

Η γυναικεία καθημερινή ενδυμασία αποτελούνταν από ολόσωμο φουστάνι φτιαγμένο απο λινάρι ή απλό ύφασμα το οποίο προμηθεύονταν απο το εμπόριο, με μακριά μανίκια, μια ποδιά, το κεφάλι σκεπάζονταν με μαντήλι ακόμη και με ψάθινα καπέλα. Όπως και οι άνδρες έτσι και οι γυναίκες προστάτευαν τα πόδια τους με μακριές κάλτσες και φορούσαν και οι ίδιες γουρνοτσάρουχα. Η επίσημη ενδυμασία αποτελούνταν από το σιγκούνι, μια φούστα από μαλλί, το πουκάμισο, το οποίο είχε πάντα άσπρο χρώμα, η ποδιά ήταν μαύρη και στολισμένη στο κάτω μέρος και βασικό τεμάχιο της ενδυμασίας ήταν το σιγκούνι. Το συγκούνι ήταν απλώς ένα αμάνικο επανωφόρι φτιαγμένο απο μαλλί και είχε πάνω του κεντήματα τα λεγόμενα γαϊτάνια. Τα πόδια ήταν καλυμμένα με πολύχρωμες κάλτσες αν στα πόδια φορούσαν τσαρούχια όπως οι γυναίκες της Λάκκας ή κάποιο άλλο υπόδημα δεν είναι γνωστό αλλά θέλω να πιστεύω ότι μέ τον χρόνο έφτασε και στην περιοχή το γυναικείο παπούτσι.

Πιστεύω και απ΄ ότι έχω ακουστά πως οι Λευκαδίτες και άλλοι εφτανήσιώτες ήταν αυτοί που συνέβαλαν στην γυναικεία φορεσιά να εισαχθεί το απλό ύφασμα.

Η διασκέδαση

Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων οικισμών σε αυτούς τους αιώνες ζούσαν σχεδόν απομονωμένοι. Οι τρόποι διασκέδασης ήταν περιορισμένοι, ειδικά για τις γυναίκες. Μικροί και μεγάλοι έδιναν τον καθημερινό τους αγώνα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση. Οι πλατείες αποτελούσαν στέκι συνάντησης των χωρικών απ΄ όπου εξελίχτηκαν και τα πρώτα καφενεία. Ένα “ small Talk“ όπως θα λέγαμε σήμερα μια σύντομη κουβέντα άλλαζαν οι γυναίκες μεταξύ τους τις Κυριακές στην εκκλησία μετά το πέρας της θείας λειτουργίας και μετά έπρεπε να φύγουν γρήγορα για τα κονάκια τους γιατί τους περίμενε δουλειά. Η εκκλησία ήταν αυτή που έδωσε την πρώτη διέξοδο από την απομόνωση. Ο κόσμος πιστός στην θρησκεία αν και δεν υπήρχαν μέσα συγκοινωνίας ακολουθούσε την παράδοση να επισκεφθεί την γιορτή της γειτονικής εκκλησίας. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πανηγύρια. Τα πανηγύρια ήταν τρόπος και τόπος συνάντησης των ανθρώπων της περιοχής να ξεφύγουν λίγο από την καθημερινότητα αλλά παράλληλα και παράλληλα ήταν το μεγάλο νυφοπάζαρο. Εδώ γίνονταν οι προξενιές. Έτσι λοιπόν δεν είναι τυχαίο, σε όλους αυτούς τους οικισμούς αναπτύχθηκε οι συμπεθεριά και οι συγγένεια. Από την οικογενειά μου γνωρίζω ότι είχαν συγγενείς στον Καντζά, κουμπαριές στην Πέτρα κτλ., πράγμα που συνέβαινε και με όλες τις οικογένειες αυτών των οικισμών. Ετσι όταν λοιπόν γίνονταν πανηγύρι στον έναν οικισμό ήταν φυσιολογικό ότι πολλά σπίτια θα δέχονταν επισκέψεις από τους άλλους οικισμούς και θα έπρεπε να υπάρχει ψωμί και φαγητό. Η διανυκτέρευση επισκεπτών στις ντόπιες καλύβες και σπίτια ήταν φυσιολογικό φαινόμενο. Τα πανηγύρια τα ακολουθούσαν οι γάμοι και τα βαφτίσια. Αργότερα από τον 19ο αιώνα συναντάμε στους οικισμούς αυτούς τα πρώτα καφενεία. Μια πολύ αυθεντική περιγραφή για το καφενείο του Ιμάμ Τσαούς κάνει ο Γιάννης Καλπούζος στο βιβλίο του Ιμαρέτι.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου