Παρασκευή 26 Απριλίου 2013




Έθιμα και άσματα του Λαζάρου

          Η Ανάσταση του Λαζάρου, το κοσμοϊστορικό  και ανεπανάληπτο γεγονός σε όλη την διαδρομή της ανθρωπότητας, δεύτερο σε σημασία και αξία μετά την Ανάσταση του Χριστού, δεν άφησε φυσικά ασυγκίνητες τις χριστιανικές ψυχές, που το υποδέχονται με δέος και κατάνυξη. Στις μέρες μας, όπου τα πάντα έχει σαρώσει το πνεύμα της αλλοτρίωσης και της εκκαθάρισης της μνήμης, τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν ξέφυγαν από αυτή τη σάρωση και την εξαφάνιση. Έτσι στους νέους υπάρχει η συγγνωστή άγνοια ενώ στους μεγάλους η ένοχη λήθη. Όπως και να έχει το πράγμα, τα όμορφα έθιμά μας έπεσαν θύμα της καταστροφικής μανίας πάνω σε ότι έχει σχέση με το παρελθόν και τις αξίες του.
          Τυχεροί είναι όσοι δεν άφησαν αυτόν τον οδοστρωτήρα να περάσει και από την δική τους μνήμη αλλά αντιστάθηκαν σθεναρά στον πειρασμό. Μπορώ να υπερηφανευτώ, ότι είμαι και εγώ ένας από αυτούς τους τυχερούς που κατόρθωσαν να κρατήσουν μέσα τους, σαν ανεκτίμητο θησαυρό, τα υπολείμματα της τεράστιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ένα ελάχιστο κομμάτι από αυτόν τον πλούτο είναι τα έθιμα και τα άσματα του Λαζάρου μιας και έχουμε μπει στην μεγάλη Σαρακοστή και οι μνήμες ξυπνούν νοσταλγικά για να ζωντανέψουν τις στιγμές της κατάνυξης και της συγκίνησης.
          Έχοντας στα χέρια μου ένα μικρό θησαυρό, 12 άσματα που τραγουδούσανε την παραμονή και ανήμερα του Λαζάρου στην Στεφάνη της Πρέβεζας, θα ήθελα να προσπαθήσω, μέσα από αυτά τα τραγούδια να μεταφέρω το κλίμα εκείνης της εποχής, δηλαδή  της δεκαετίας του ’60. Από εκεί και ύστερα τα έθιμα άρχιζαν να ξεθωριάζουν, αφού χάνονταν με τα χρόνια οι στυλοβάτες και οι τροφοδότες τους, οι νέοι που θα έπρεπε να τα αναπαραστήσουν.
Δεν αναφέρομαι τυχαία στο χωριό μου, δηλαδή την Στεφάνη της Πρέβεζας αλλά γιατί ξεχώριζε και πρωτοστατούσε στο ζωντάνεμα αυτών των εθίμων και κρατούσε μια ποικιλία ασμάτων, ανάλογα με την περίσταση.
          Τα άσματα που τραγουδούσαμε την παραμονή του Λαζάρου βγαίνοντας στα σπίτια, δεν αναφέρονταν αποκλειστικά στο γεγονός αλλά περιστρέφονταν σε άλλα θέματα κρατώντας πάντα το χρώμα και το ύφος της ημέρας. Τα τραγούδια αυτά δεν μας τα μάθαιναν στο σχολείο ούτε στο σπίτι αλλά υπήρχε μία μεγάλη ιεροτελεστία, που επαναλαμβάνονταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο.
          Με το τέλος της ακολουθίας των πρώτων Χαιρετισμών, τα μεγάλα παιδιά του χωριού ξεχύνονταν στις καθορισμένες γωνιές του βουνού για να ανάψουν μεγάλη φωτιά. Οι εστίες ήταν δύο ή το πολύ τρεις και γύρω από αυτές μαζεύονταν οι παρέες των αγοριών με προεξάρχοντες τους τσοπάνηδες, που ήταν οι βασικοί γνώστες και θεματοφύλακες των τραγουδιών. Εκείνοι ήξεραν, περισσότερα από όλους να πλέκουν τα καλαθάκια για το Λάζαρο, που ήταν φτιαγμένα από λυγιά(λυγαριά) ή καλάμι, ή και από τα δύο μαζί.
          Όλο το χωριό αντηχούσε από τα τραγούδια και καμάρωνε για τα παιδιά, που είχαν τόσο ζήλο και μεράκι να μάθουν όλα τα τραγούδια για να τα πουν εκείνες, τις επίσημες μέρες μπροστά στις νοικοκυράδες που ασβέστωναν, έπλεναν τα ρούχα και τα σκεπάσματα ή έκαναν άλλες δουλειές προετοιμάζοντας το σπίτι να υποδεχτεί την μεγάλη μέρα της Λαμπρής, τον Αναστημένο Χριστό.
          Ο δάσκαλος του χωριού εκείνη την εποχή είχε βάλει μεγάλη τάξη ώστε να τηρείται η σοβαρότητα και η θρησκευτική ευλάβεια τις ώρες που τα παιδιά θα έβγαιναν στον Λάζαρο. Έτσι, ανήμερα της γιορτής θα έβγαιναν μόνο δύο παρέες, μία για κάθε μαχαλά, την παραμονή όμως υπήρχε διαφορετική τάξη. Από το πρωί ως το μεσημέρι θα έβγαιναν τα μικρά παιδιά και το απόγευμα, μέχρι το βράδυ τα μεγάλα. Τα μικρά παιδιά ήξεραν, το πολύ δύο ή τρία τραγούδια, τα οποία και επαναλάμβαναν σε κάθε σπίτι. Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν το “Ένα μικρό μικρούτσικο”, που τραγουδιόνταν συνήθως σε νοικοκυρές που είχαν μικρά παιδιά.
          Πραγματικά δεν είναι εύκολο να μεταφέρω το κλίμα και την συγκίνηση που γέμιζε τις ψυχές όλων το απόγευμα όταν έβγαιναν τα μεγάλα παιδιά που τραγουδούσαν τον “Αϊ Γιώργη” ή το “Σήμερα μαύρος ουρανός”. Το άσμα αυτό που αναφέρεται στην σταύρωση του Χριστού, το τραγουδούσαν παλιότερα ανήμερα την Μεγάλη Παρασκευή.  Όμως στα χρόνια τα δικά μας επικράτησε να λέγεται την παραμονή του Λαζάρου, μαζί με τα άλλα άσματα.
          Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τα περισσότερα τραγούδια είχαν για θέμα τους γεγονότα από την καθημερινή ζωή και αναφέρονταν σε πρόσωπα. Όταν για παράδειγμα η οικογένεια είχε ξενιτεμένο, πράγμα πολύ συνηθισμένο για τα χρόνια εκείνα τα παιδιά θα έλεγαν το τραγούδι “Ξενιτεμένο μου πουλί”. Όταν υπήρχε στο σπίτι νέος, της παντρειάς, θα έλεγαν “Παλικαρίτσι έμορφο”, εάν υπήρχε κόρη, “Εδώ είναι θύγα έμορφη”. Όταν πήγαιναν στο σπίτι του Παπά του χωριού θα έλεγαν το τραγούδι “Βαριά κοιμάσαι Δέσποτα”. Όμως το πιο αγαπημένο για όλους ήταν ο “Αϊ Γιώργης” μεγάλο τραγούδι και συγκινητικότατο.
          Ζώντας όλοι μέσα στο πνεύμα της κατάνυξης και της συγκίνησης, είχαν απαίτηση τα τραγούδια να λέγονται σωστά, χωρίς κανένα λάθος και προπαντός με την δέουσα σοβαρότητα. Αυτό το ήξεραν καλά τα παιδιά και καθημερινά μοχθούσαν πάνω στο βουνό να μάθουν σωστά, όχι μόνο τα λόγια αλλά και να μυηθούν στο ύφος και την κατάνυξη. Τα άσματα ψάλωνταν πάνω στο ίδιο μοτίβο και έτσι δεν υπήρχε να χάσει κανείς το ρυθμό.
          Το άναμμα της φωτιάς, ήταν και αυτό μια ξεχωριστή ιεροτελεστία και μια προσπάθεια δύσκολη, καθώς τα πάντα ήταν βρεγμένα από τις αδιάκοπες βροχές, που εξακολουθούσαν στα μέρη μας και μέσα στην άνοιξη. Και επειδή πάνω στο βουνό έκανε κρύο και ταυτόχρονα έπεφτε το σκοτάδι τα βράδια, η φωτιά ήταν το μέσο που εξυπηρετούσε και πρακτικές ανάγκες, πέρα από ότι ήταν μια ποιμενική συνήθεια.
          Ας δούμε τώρα με συντομία τι γίνονταν ανήμερα της γιορτής της Ανάστασης του Λαζάρου. Όπως είχε ορίσει ο δάσκαλος του χωριού, ο αείμνηστος Σπύρος Ντούσιας, την ημέρα αυτή θα έβγαιναν μόνο δύο παρέες και μάλιστα μέσα σε περιορισμένα τοπικά όρια, όπως αναφέραμε. Για το σχηματισμό της παρέας θα έπρεπε να συμμετέχουν τουλάχιστον τρία παιδιά. Ο ένας από αυτούς, ο πιο ψηλός θα παράσταινε τον Αναστημένο Λάζαρο, σαβανωμένο όπως βγήκε από τον τάφο. Ένα παιδί θα κρατούσε το στολισμένο καλάθι, όπου μέσα σε αυτό οι νοικοκυρές τοποθετούσαν προσεκτικά ένα αυγό, που ήταν η αμοιβή για τον κόπο ή ακόμη ένα νόμισμα, δραχμή ή δίφραγκο. Το ίδιο έκαναν οι νοικοκυρές και στα μεγάλα παιδιά που έβγαιναν την παραμονή. Στα μικρά έδιναν αμύγδαλα, σταφίδες, καραμέλες, ξερά σύκα ή καμία δεκάρα. Ένα παιδί θα κρατούσε την κουδούνα που την έβγαζαν από τις αγελάδες και την χτυπούσε κάθε φορά που η παρέα έμπαινε στην αυλή του σπιτιού ή πάνω στις πόρτες για να ανοίξουν. Ένα άλλο θα είχε στο χέρι του τον κύπρο αν υπήρχε τέταρτος της παρέας, ένα μικρό κουδουνάκι που χτυπούσε ρυθμικά την ώρα του τραγουδιού.
          Εκείνη την μέρα ψαλλόνταν μόνο ο Λάζαρος δηλαδή το άσμα που αναφέρονταν στην Ανάσταση του Λαζάρου, όπου η συντροφιά των παιδιών θα υπέβαλε τραγουδιστά στον Λάζαρο την ερώτηση “Πες μας Λάζαρε τι είδες εις στον Άδη όπου πήγες”. Και ο Λάζαρος απαντούσε “Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους..”.
          Ένα επίσης αγαπημένο τραγούδι, ήταν: “Τα Βάγια”. Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στην Ανάσταση του Λαζάρου, πλην όμως δεν τραγουδιόνταν ανήμερα αλλά το βράδυ της παραμονής, όπως άλλωστε αναφέρει και το ξεκίνημα του: “Καλησπέρα σας, καλή βραδιά σας, καλώς ήλθαμε στην αφεντειά σας”. Πολύ λίγοι ήξεραν τα λόγια του και τυχεροί ήταν εκείνοι που μπορούσαν να το μάθουν ολόκληρο, γιατί πάνω στο βουνό, εκεί στις πρόβες που έκανα τα παιδιά, δεν το έλεγαν, παρά μόνο το τραγουδούσαν οι μανάδες στα σπίτια, την ώρα που έκαναν τις δουλειές ή ύφαιναν στον αργαλειό. Μια από τις βασικές δουλειές των ημερών εκείνων για τις νοικοκυρές ήταν να αλείψουν το σπίτι, να πάρουν δηλαδή χώμα από τις όχθες του ποταμιού, να το κάνουν πηλό και βάζοντάς το σε μία τσίγκινη λεκάνη να αλείψουν με αυτό το δάπεδο του σπιτιού για καθαριότητα και απολύμανση, σαν συμπλήρωμα μετά το ασβέστωμα.
          Όταν ο αείμνηστος Σπύρος Ντούσιας έπαψε να είναι ο δάσκαλος του χωριού, τότε έπαψε να τηρείται και η τάξη στα έθιμα, σε σχέση με τα κάλαντα των Χριστουγέννων και το Λάζαρο. Τα παιδιά έβγαιναν όπως ήθελαν, ενώ η φωτιά πάνω στο βουνό έγινε παιχνίδι, που έφτασε σε ακρότητες, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί. Έτσι σταμάτησαν και τα τραγούδια, ενώ τα παιδιά του σχολείου πήγαιναν στα σπίτια βουβά πια, αφού τραγούδια δεν μάθαιναν. Σήμερα δεν βγαίνει ο Λάζαρος στο χωριό, μονάχα την παραμονή κάποια παιδιά εξακολουθούν να τηρούν το έθιμο βγαίνοντας στα σπίτια.
          Θέλοντας να κρατήσω ζωντανή αυτή την παράδοση, αποφάσισα κάποια στιγμή να καταγράψω τα άσματα του Λαζάρου και τα έθιμα σε μια μικρή συλλογή, η οποία είναι στην διάθεση οποιουδήποτε θελήσει να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρέπει να δηλώσω ότι, με ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά δέχτηκα να συντάξω αυτό το άρθρο προσπαθώντας να είναι, όσο το δυνατό πιο σύντομο. Δεν ξέρω όμως αν κατόρθωσα να μεταφέρω, έστω και ένα μικρό δείγμα από το κλίμα και τη συγκίνηση των ημερών της εποχής εκείνης.


ΒΑΣΙΛHΣ Λ. ΚΡΙΤΣΙΜΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΙΔ. ΝΟΜΙΚΗΣ
ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ 13 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ




1. Κάτω στα Ιεροσόλυμα

Καλά είν’ τα πάθη του Χριστού, καλά είναι να τα λέμε.
Όποιος τ’ ακούει χαίρεται κι όποιος τα λέει αγιάζει .
Κάτω στα Ιεροσόλυμα μες στου Χριστού τον Τάφο,
εκεί δέντρο δεν ήτανε, δέντρο εφανερώθη,
το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία
και τα κλωνάρια που βαστούν  ήταν οι Αποστόλοι,
και τα φυλλάκια που 'πεφταν ήταν οι αμαρτίες,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν  για του Χριστού τα πάθη:
Χριστέ μας ποιος σε σταύρωσε; Οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρις καταραμένοι.

Σημείωση: Εδώ το τραγούδι αυτό κανονικά τελειώνει, αλλά πολλές φορές συνεχιζόταν με τα λόγια άλλου τραγουδιού που θα δούμε παρακάτω.  Συνεχιζόταν δηλαδή ως εξής:  Για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντα βασιλέα.....


2. Σήμερα μαύρος ουρανός

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται,
σήμερα έβαλαν νομή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρις καταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντα Βασιλέα
κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.

Σαν κλέφτες τον εσύλλαβαν, σαν κλέφτες τον φωνάζουν
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραγνάνε.
Τον Φαραώ διέταξαν τρία καρφιά να φκιάσει,
του 'παν να φκιάσει τέσσερα, του 'παν να φκιάσει τρία
κι αυτό το φαραόσκυλο βαρεί και φκιάνει πέντε.
Συ Φαραέ που τα 'φκιασες να 'ρθείς να τα διατάξεις.
Τώρα που με θυμίσατε,  θα ' ρθω να τα διατάξω.
Τα δυο, τα δυο στα πόδια του, τ' άλλα τα δυο στα χέρια,
το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε, πέφτει, λιγοθυμάει,
στάμνες νερό της ρίξανε ώσπου να τς έρθ' ο νους της,
ώσπου να τς έρθ' ο λογισμός, ώσπου να τς έρθ' ο νους της.
Κοντά που τς ήρθ' ο λογισμός,  κοντά που τς ήρθ' ο νους της,
ζητάει γκρεμούς να γκρεμιστεί για το μονογενή της,
ζητάει μαχαίρια να σφαχτεί για το μονογενή της,
ζητάει ποτάμια να πνιγεί για το μονογενή της.
Γυρίζ' Αφέντης και της λέει, γυρίζει και της κρένει.
Μη γκρεμίζεσαι μανούλα μου, κρεμιούνται οι μάνες όλες,
μη σφάζεσαι μανούλα μου, σφάζονται οι μάνες όλες,
μη πνίγεσαι μανούλα μου, πνίγονται οι μάνες όλες.
Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
να 'ρθουν οι μάνες των παιδιών παρηγοριά μεγάλη,
παρηγοριά κι αϊ Λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Σημείωση: Από τα λόγια το τραγούδι φανερώνει ότι ήταν προορισμένο για τη Μεγάλη Παρασκευή. ΄Ίσως όμως δεν ταίριαζε να βγαίνουν τα παιδιά στους δρόμους εκείνη τη μέρα και να τραγουδούν, αφού θα έπρεπε να τηρείται άκρα σιωπή λόγω του πένθους, γι' αυτό και καθιερώθηκε να τραγουδιέται μαζί με τ' άλλα την παραμονή του Λαζάρου

3. Ένα μικρό, μικρούτσικο

Ένα μικρό, μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
μικρό που το 'χε η μάνα του, μικρό κι η αδερφή του,
το έλουζαν, το χτένιζαν και στο σχολειό το ‘στέλναν.
Ο δάσκαλος το καρτερεί με μια χρυσή βεργούλα,
η δασκάλισσα το καρτερεί με δυο κλωνάρια μόσχους,
μοσχοβολούν τα γράμματα κι ο νους του πέρα-πέρα,
πέρα-πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες
πο ‘χουν τα μάτια σαν ελιά,  τα φρύδια σα γαϊτάνια,
πο ‘χουν και τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.
   


4. Αϊ Γιώργης

Αϊ Γιώργη-Αϊ Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
τη χάρη σου, τη βουλή σου σε ποιόνε να τη δώσεις;
Εδώ είναι τ' αγριόστοιχειο κι ο δράκοντας μεγάλος
που δεν αφήνει άνθρωπο ούτε στιγμή την ώρα
σταλιά νερό δεν άφησε δια να πάρει η χώρα
και ‘ρίξαν την υπόληψη προς τη βασιλοπούλα
όπου την είχε η μάνα της μικρή και μοναχούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνηκε.
Όλο το βιος μου πάρτε το  και το παιδί μ' αφήστε.
Για δωσ’ μας το παιδάκι σου μην πάρουμε και σένα.
Για πάρτε το παιδάκι μου στολίστε το σα νύφη
και σύρτε το στο δράκοντα να το γλυκομασήσει.

Κι ο Άγιος εβουλεύθηκε να την ελευθερώσει
κι από την πίκρα την πολλή να την ξελευτερώσει.
Το κονταράκι τ’ άρπαξε πως το ‘χε μαθημένο,
μια κονταριά του έδωσε, τον πήρε μες στο στόμα,
σαν κάνει και τον ξάπλωσε στη γης, στο μαύρο χώμα.
Σύρε παιδί μου σπίτι σου, σύρε και στους γονιούς σου,
κι αν σε ρωτήσουν κόρη μου σήμερα στη ζωή σου
Αϊ Γιώργη με λένε στ' όνομα, απ' την Καππαδοκία
κι αν έχεις κάνα χάρισμα φκιάσε μιαν Εκκλησία,
στη μέση βάλε το Χριστό, στην άκρη την Παναγία
και στα κλωθογυρίσματα βάλε έναν καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.


5. Παλικαρίτσιν έμμορφο

Παλικαρίτσιν έμμορφο με το στριφτό μουστάκι,
πώς το 'κανες και το 'στριψες σαν φούντα μανουσάκι;
Σου μύρισε για λυγερή, σου μύρισε για κόρη;
Για πάμε να την πάρουμε πριν βρέξει, πριν χιονίσει,
πριν κατεβάσει ο Δούναβης και πάρει τα γιοφύρια.
Γιοφύρια εγώ δε σκιάζουμαι, ποτάμια δε φοβούμαι,
παίρνω την αρρεβώνα μου και πάω πέρα-πέρα,
πέρα-πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες
πο ‘χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνια,
πο ‘χουν και τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.
Στους ουρανούς τα έλιαζαν, στους κάμπους τα λεύκαιναν
..........................................τα λευκοπανάνε
βάζουν το σάλιο τους νερό, το δάκρυ τους σαπούνι,
βάζουν και τα ξανθά μαλλιά στον ήλιο να τ' απλώσουν.

Σημείωση: Η τελευταία στροφή απαντά και στο τραγούδι «ένα μικρό μικρούτσικο», καθώς τα δύο τραγούδια συγγενεύουν σ’ αυτό το σημείο.
6. Εδώ είναι θύγα έμμορφη

Εδώ είναι θύγα έμμορφη, θύγα καμαρωμένη,
την τάζουν και την προξενούν σ' αυτό το νιο, το ρήγα.
Δε θέλω ‘γω το βασιλιά δε θέλω ‘γω το ρήγα,
θέλω το αρχοντόπουλο με τις πολλές χιλιάδες,
πό ‘χει τ' αμπέλι’ ατρύγητα μ' όλους τους τρυγητάδες,
πό ‘χει τους μύλους δώδεκα κι όλους τους μυλωνάδες,
οι πέντ' αλέθουν με νερό, οι έξι με το γάλα
κι ο τρίτος ο καλύτερος αλέθει με το μέλι.
Το μέλι το τρώει η αρχοντιά και το κερί οι Αγίοι
και το μελισσοβότανο το σέρνουν οι Λαζάροι.


7. Τα Βάϊα

Καλησπέρα σας, καλή βραδιά σας,
καλώς ήρθαμε στην αφεντιά σας,
κι αν ορίζετε κι αν αγαπάτε
και το Λάζαρο να τον προσκυνάτε.
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάϊα
ήρθε κι η γιορτή μεγάλη κι άγια.
Άλλοι έλεγον τα λόγια τ' Άγια,
άλλοι έκοβον κλάδους και Βάϊα.
Κίνησ' ο Χριστός εις την πόλη Βηθανία
εύρ' απάντηση Μάνθα και Μαρία.
Μάνθα που ‘ν' ο Λάζαρος, που ‘ν' αδερφός σας
που ‘ν' ο φίλος μου αγαπητός σας;
λέγει Αφέντης μου.
Είν' αποθαμένος κι εις τον τάφο του
τετραπερασμένος. Ας υπάγομε
να τον ιδούμε κι εις τον τάφο του.

Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι φίλοι του Χριστού
(εύρε) και άλλοι και τα νήπια  των Ιουδαίων.
Έλα Κύριε, ανάστησέ μας από τους νεκρούς
ξελευτέρωσέ μας.  Ω του θαύματος!
Όρθιος εστάθη και τα πόδια του
μύρον εβγάζαν κι αδερφάδες του
τον αγκαλιάζαν, η Μάνθα κι η Μυγδαλινή
κι η μάνα του Λαζάρου
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερες αντάμα,
σαν ‘πέσαν τον προσκύνησαν, τα πόδια του φιλούσαν.
Χριστέ μας παντοδύναμε και ποιητά του κόσμου
.........................................
Το πρώτο θαύμα που 'κανες ήταν στη Γαλιλαία
που κάνεις τα νερά κρασιά τα θαύματα (ελέα)
και τ' άλλο θαύμα που 'κανες ήταν στη Βηθανία
π' ανάστησες το Λάζαρο το φίλο το δικό σου,
που ήταν φίλος του Χριστού και αδερφός δικός μας
ποτές του δεν εγέλασε, ποτές του δε γελάει,
είχε τα χείλη του πικρά, τη γλώσσα του φαρμάκι.

Σημείωση: Στο κενό που σημείωσα παραπάνω, πολύ πιθανό να υπήρχαν στίχοι γιατί νοηματικά τουλάχιστον μου φαίνεται ότι υπάρχει κενό.  Στο σημείο αυτό πάντως, εγώ δε θυμάμαι να ήξερα κανένα στίχο και να τον ξέχασα. Για κάθε ενδεχόμενο κάνω τη σχετική υπόμνηση. Μάλλον υπήρχε ένας η δύο στίχοι που δεν τους είχα μάθει ποτέ. Μπορεί να μην τους συγκράτησα εκείνες τις στιγμές που καθόμουν στο σκαμνάκι, δίπλα στην μητέρα μου, στον αργαλειό φροντίζοντας να μη με βλέπει. 


8. Ο Λάζαρος

Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός
εις την πόλη Βηθανία Μάνθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρε τον αδερφό σου και καλικαδιακό σου
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμιοιρολογούσαν,
την ημέρα την τετάρτη κίνησ' ο Χριστός για να 'ρθει
κι εβγήκε η Μάνθα έξω, εξ' από τη Βηθανία
και τους πόδας του εφιλίαν. Αν εδώ ήσουν Χριστέ μας
δεν θ' απέθνησκε αδερφός μου.
Πριν και ‘γω τώρα πιστεύω και καλότητα ηξεύρω 
ότι δη να σας φιλήσω και νεκρούς να αναστήσω.
Τότε ευρεθήσαν όλοι μαθηταί και Αποστόλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν και το Λάζαρο ξετάζουν.
Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδούλας, τ' αχειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.



  Όταν λοιπόν τα μεγάλα παιδιά του χωριού επισκέπτονταν τον ιερέα στο σπίτι του το απόγεμα της Παρασκευής, παραμονή του Λαζάρου, του έψαλαν αυτό το άσμα:

          Βαριά κοιμάσαι Δέσποτα στα ρύζια, στα λουλούδια.
Οι Εκκλησιές σημαίνουνε, τα μοναστήρια ψέλνουν,
μα η δική σου η Εκκλησιά δεν ψέλνει, δε διαβάζει.
Για στείλ’ τα μαθητούρια σου να παν να την ανοίξουν,
ν’ ανάψουν κόκκινα κεριά και πράσινες λαμπάδες,
να μπει ο Άγιος Χριστός, να μπει να σεργιανίσει.
Σαν μπήκε και σεργιάνισε πως το ‘θελε η καρδιά του,
βλέπει φτωχούς να κάθονται στον ήλιο, στον προσήλιο
και να κρατούν στα χέρια τους κεράκια αναμμένα,
κεριά, κεριά κι αϊ Λίβανο από τον Άγιο Τάφο.